Αποκέντρωση, χρηματοδότηση, κατάρτιση. Οι τρεις λέξεις που αποτυπώνουν τις ελλείψεις ενός συστήματος που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής μας.
Πρόσφατα οργανώθηκε από τον Κόμβο Κλιματικής Αλλαγής (cchub.eu), στο πλαίσιο του Athens
Democracy Forum, μια σχετική συζήτηση μεταξύ εκπροσώπων της κυβέρνησης, της τοπικής αυ- τοδιοίκησης και της κοινωνίας των πολιτών, όπου διαφάνηκε μια συναίνεση ως προς την ανάγκη βελτίωσης της λειτουργίας του συστήματος συνεργασίας μεταξύ κεντρικής κυβέρνησης και τοπικής αυτοδιοίκησης (Τ.Α.). Δυστυχώς, όμως, φαίνεται ότι οι βελτιωτικές ρυθμίσεις σχεδιάζονται χωρίς ουσιαστική διαβούλευση με την Τ.Α. Και αυτό δεν είναι παρά η αρχή του κακού.
Αν δούμε το ζήτημα με γνώμονα την αποτελεσματικότητα λειτουργίας της Τ.Α. θα βρεθούμε μπροστά σε ένα παράδοξο. Το κράτος, αναγνωρίζοντας τον κεντρικό ρόλο της Τ.Α. στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής και κυρίως της κλιματικής κρίσης, έχει νομοθετήσει σειρά υποχρεώσεων που πρέπει να αναληφθούν σε επίπεδο δήμων. Κυρίως το άρθρο 16 του κλιματικού νόμου, που ορίζει ότι έως τις 31/03/2023 κάθε οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) α΄ βαθμού καταρτίζει Δημοτικό Σχέδιο Μείωσης Εκπομπών (ΔηΣΜΕ), ενώ ο Ν. 5106/2024 περί Εθνικής Στρατηγικής Αστικής
Ανθεκτικότητας (ΕΣΑΑ), προβλέπει ότι αυτή συντάσσεται από το υπουργείο Περιβάλλοντος και τα παρεπόμενα σχέδια αστικής ανθεκτικότητας καταρτίζονται από τους ΟΤΑ μέχρι τις 31/05/2025.
Όμως, μέχρι σήμερα ούτε ένας δήμος δεν έχει υποβάλει ΔηΣΜΕ, όσο για τη Στρατηγική Αστικής
Ανθεκτικότητας αναρωτιέμαι πόσοι εργαζόμενοι στην Τ.Α. αντιλαμβάνονται ακριβώς την έννοια
της ανθεκτικότητας. Το παράδοξο, λοιπόν, έγκειται στο ότι η κεντρική διοίκηση ενώ μοίρασε
αρμοδιότητες, δεν έχει εγκύψει στις πραγματικές δυνατότητες των δήμων, λαμβάνοντας υπόψη
τις μεγάλες διαφορές που τους χαρακτηρίζουν ως προς το μέγεθος, τη γεωγραφική θέση ή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Εν ολίγοις, ενώ το σύστημα επιβάλλει νέες υποχρεώσεις, δεν συμβάλλει
στη δημιουργία ενός αξιόπιστου και εύκολα προσβάσιμου υποστηρικτικού μηχανισμού! Άρα, εδώ
αναλαμβάνουν οι συμβουλευτικές εταιρείες, που στην καλύτερη περίπτωση δεν αφήνουν καμία τεχνογνωσία πίσω τους όταν παραδώσουν το «έργο». Άραγε αυτό είναι το ζητούμενο για την
ενίσχυση των δήμων και των περιφερειών τελικά σε αυτή την κρίσιμη διαδικασία;
Το πρώτο ζητούμενο λοιπόν είναι η ουσιαστική αποκέντρωση. Με άλλα λόγια, η εκδήλωση εμπιστοσύνης της κεντρικής διοίκησης προς την Τ.Α. Κάποτε η Τ.Α. ήταν η μαύρη τρύπα ενός
κεντρικά δομημένου συστήματος διοίκησης. Σήμερα η πραγματικότητα τόσο σε ευρωπαϊκό
όσο και σε διεθνές επίπεδο είναι αντίστροφη. Οι δήμοι αποκτούν πλέον όλο και μεγαλύτερες αρμοδιότητες λόγω της σημασίας που αποδίδεται στην αποκεντρωμένη λειτουργία των πολιτικών, κυρίως αυτών που συνδέονται με εκπομπές αερίων, όπως η διαχείριση απορριμμάτων, οι αστικές μεταφορές, οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, οι υποδομές, συμπεριλαμβανομένων και των κτιριακών, η
παραγωγή ενέργειας. Όλα αυτά, μαζί με τις κοινωνικές υπηρεσίες ενός δήμου, καλύπτουν την
έννοια της ανθεκτικότητας μιας κοινωνίας, οικονομίας και μιας σύγχρονης διοίκησης. Είναι γνωστό ότι η πλειονότητα των παραπάνω πολιτικών ασκείται πλήρως από το κεντρικό κράτος. Στη χώρα μας έχει θεσπιστεί ο θεσμός της αποκεντρωμένης διοίκησης (Α.Δ.), που αποτελεί τον μηχανισμό ελέγχου νομιμότητας της κεντρικής διοίκησης. Την περίοδο των μνημονίων εντάθηκε η λειτουργία της Α.Δ. και προστέθηκαν και άλλοι θεσμοί ελέγχου. Σήμερα παραμένει η Α.Δ. μόνο, έχοντας αναλάβει έναν ρόλο ελεγκτικό σε κάθε μικρή ή μεγάλη ενέργεια ενός δήμου. Βαδίζουμε, συνεπώς, σε μια αντίθετη κατεύθυνση, σε σχέση με τα άλλα κράτη-μέλη ή με άλλες διοικήσεις σε διεθνές επίπεδο.
Δεύτερο σοβαρό ζητούμενο είναι η χρηματοδότηση. Διατίθενται τον τελευταίο καιρό στην Τ.Α. σημαντικοί πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης, επιπλέον του εθνικού προϋπολογισμού. Όμως, οι οριζόντιες ρυθμίσεις που αφορούν τη μεταφορά πόρων από το κράτος στην Τ.Α. για την αντιμετώπιση των συνθηκών κλιματικής κρίσης μάλλον δεν ανταποκρίνονται στις διαφορετικές συνθήκες
κάθε δήμου. Η Ε.Ε. έχει αναπτύξει ένα πλέγμα προγραμμάτων που στοχεύουν στην υποστήριξη των
δήμων κατά τη διαδικασία επίτευξης των στόχων της μείωσης των εκπομπών ή της ενίσχυσης
της προσαρμογής για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Στην πλειονότητά τους οι ελληνικοί δήμοι έχουν κινητοποιηθεί για να συμμετάσχουν με διαφορετικούς τρόπους σε αυτά τα προγράμματα.
Η κατάρτιση του προσωπικού είναι το τρίτο ζητούμενο. Μερικά παραδείγματα: δεν υπάρχει η
γνώση για τις συνθήκες πρόσληψης προσωπικού για την εκτέλεση του έργου, εκτός πλαισίου
ΑΣΕΠ, όπως έχει ρυθμιστεί κατ’ εξαίρεση της εθνικής νομοθεσίας περί προσλήψεων. Δεν είναι
επίσης γνωστές οι μέθοδοι συνσχεδιασμού δράσεων σε συνεργασία με τους φορείς της πόλης,
ούτε έχει προβλεφθεί από την κεντρική διοίκηση εκ προοιμίου η ύπαρξη σε κάθε δήμο ενός πιστοποιημένου λογαριασμού για την είσπραξη των ευρωπαϊκών πόρων. Αυτά, στην καλύτερη των
περιπτώσεων, προκαλούν καθυστερήσεις, στη χειρότερη έχουν ως αποτέλεσμα την επιστροφή των χρημάτων.
Αυτή είναι η ελληνική πραγματικότητα. Και όμως υπάρχει η δυνατότητα αξιοποίησης των νέων ψηφιακών εργαλείων που δημιουργούνται, όπως επίσης της γνώσης που συσσωρεύεται από κάποιους «προχωρημένους» δήμους, αρκεί να υπάρξει πολιτική βούληση για τη δημιουργία νέων
σύγχρονων συνθηκών λειτουργίας της τοπικής αυτοδιοίκησης με άξονα τη συνεργασία, την ανταλλαγή καλών πρακτικών, την ενημέρωση και τέλος την ενίσχυση της επικοινωνίας με το διεθνές
γίγνεσθαι.
Ο Κόμβος Κλιματικής Αλλαγής μπορεί να συμβάλει εποικοδομητικά σε αυτό, ως κεντρικό σημείο συγκέντρωσης και διάχυσης της πληροφορίας, κινητοποίησης των τοπικών κοινωνιών και παροχής τεχνικής υποστήριξης.
Εφημερίδα “Η Καθημερινή”, 5 Νοεμβρίου 2024
Μπορείτε να δείτε το βίντεο από την εκδήλωση του Κόμβου Κλιματικής Αλλαγής, με θέμα «Ο κεντρικός ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης στη διαδικασία πράσινης μετάβασης. Μπορούν οι ελληνικοί οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης να ανταποκριθούν στην πρόκληση αυτήν;», εδώ.